- ευεξήγητος
- -η, -οαυτός που εξηγείται εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
ευδιάκριτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, ον) αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός μσν. διακριτικός, ευγενικός μσν. αρχ. αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος. επίρρ... ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως) με τρόπο ώστε να διακρίνεται … Dictionary of Greek
ευκολοξήγητος — και ευκολοεξήγητος, η, ο αυτός που εξηγείται εύκολα, που ερμηνεύεται εύκολα, εύκολος στην εξήγηση, ευεξήγητος … Dictionary of Greek